- ἀδιστάκτους
- ἀδίστακτοςundoubtedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ροντς, Σέσιλ — (Rhodes, Στράτφορντ 1853 – Μούιζενμπερ, Επαρχία του Ακρωτηρίου 1902). Άγγλος πολιτικός και επιχειρηματίας. Αναγκασμένος από την κακή κατάσταση της υγείας του να φύγει νέος από τη Μεγάλη Βρετανία και να εγκατασταθεί στη Νότια Αφρική, έφτασε εκεί… … Dictionary of Greek